1. |
||||
Κόκκινη η ποίηση τρέχει,
Σαν αίμα περιόδου
Της ανοιχτής πληγής που σημαδεύεις κάθε τόσο
Με την ορμή αλλοπαρμένου σαρκοφάγου ζώου.
Είσαι ο αδάμαστος,
Διεγερμένος ακροβάτης
Που αιφνιδίως συναντώ
Οσάκις επιστρέφω στη ζωή.
Και εν συνεχεία,
Σαν κόκκινη ποίηση τρέχει
Μια οργασμική βροχόπτωση σαλιγκαριών.
Κυλάει όμορφα ανάμεσά μας,
Σαν σύννεφο αχνίζει
Κι απόκρυφα μυρίζει,
Σαν ανοιχτό βελούδινο μουνί
Της μέλισσας βασίλισσας.
***
Red the poetry flows,
Like period blood
Of the open wound you keep aiming at time after time
Rushed like a whacky carnivorous animal.
You are the untamed,
Aroused acrobat
I unexpectedly meet
Whenever I come back to life.
And thence,
Like red poetry flows
An orgasmic rainfall of snails.
It streams beautifully between us,
Like a cloud it steams
And of privates it smells,
Like the open velvet cunt
Of the queen bee.
|
||||
2. |
||||
Κοιτάζω τις σκιές στους τοίχους
Όταν αποφασίζουν επιτέλους να βγουν απ’ τη φωλιά τους.
Ρούχα μεταξωτά θροΐζουν καθώς τρέχουν προς το φως
Για να προλάβουν την κυριακάτικη βόλτα στην πλατεία του δημαρχείου.
Και πάντα εγώ
Ακολουθώ κρυφά,
Γιατι ήμουν και θα είμαι μια παρείσακτη.
Μια ψεύτικη φιγούρα με σάρκα και οστά ανάμεσά τους,
Δεν θα με έκαναν ποτέ παρέα
Και θα ακουγόμουν βρόμικη στη συντροφιά τους.
Ένα λάθος πρόσωπο
Χωρίς όνομα και ιστορία,
Άδειο περιεχόμενο,
Κενό και αδιάφορο.
Σαν μιας πουτάνας τρύπιο φόρεμα
Επιπλέει στα θολά νερά του νεωρίου.
Μάτια θαλάσσιες ανεμώνες,
Αλλά χωρίς να κοιτάζουν πουθενά,
Μία ακόμα ρομαντική ατάλαντη παρθένα που την εξέβρασε το κύμα.
Αλίμονο!
Μια λάθος κίνηση στο σκάκι αποδείχτηκε τόσο μοιραία...
Τώρα, όμως, που οι σκιές κοιμούνται,
Βγαίνω σιγά σιγά και αναπνέω λιγοστά,
Ζαλισμένη από τον έρωτα που νιώθω για εσένα.
Ανεβαίνω τα σκαλιά
Και σχεδιάζω
(Με έναν αδέξιο εφηβικό ερωτευμένο νου)
Όλα τα παραμύθια που θα σου πω
Όταν αποφασίσεις να επιστρέψεις για εμένα.
* * *
I look at the shadows on the wall
When they finally decide to get out of their den.
Silk clothes rustling as they run towards the light
To catch the Sunday walk to Town Hall Square.
And always myself
Following secretly,
Because I have been and I will be an outsider.
A fake figure in flesh and blood among them,
They would never hang out with me
And I would sound dirty to their circle.
A wrong face
With no name or history,
Empty content,
Void and indifferent.
Like a whore’s hole-ridden dress
Floating on the dull waters of the shipyard.
Sea-anemone eyes,
Without looking at any direction though,
Yet another romantic untalented virgin
The wave has cast ashore.
Alas!
A wrong chess move has proved to be so fatal...
But now that the shadows are asleep,
I come out slowly and barely breathing,
Light-headed by the love I feel for you.
I go up the stairs
And come up with
(Through a clumsy teen lovestruck mind)
All the fairy tales I’ll tell you
When you decide to come back for me.
|
||||
3. |
Εμπρός! (Go Ahead!)
04:39
|
|||
Παιδίσια ακαταλαβίστικη καμπύλη γλώσσα,
Έκφρασις τεράστιων ματιών πριν τη στιγμή σφαγής.
Θυσία.
Ρόδινη γλώσσα σκίζει υστερικά φωνάζοντας
Αιμόφυρτες προτάσεις αγάπης, ποίησης,
Ανίκανη να εκφέρει σωστή φωνή,
Ρουφάει λέξεις από τον οισοφάγο,
Γρήγορα φτιάχνει ακανθώδες παραμύθι
Εύκολα να σας ξεκάνει.
Εμπρός, εμπρός!
Άθλιο, απαίδευτο κοινό,
Πόσο σας μισώ που θα σας σκότωνα έναν έναν,
Σφίγγοντας τη βασιλική κορόνα μου στον λιπαρό λαιμό σας,
Για να κερδίσω αναπνοές
Υπέρ των κολασμένων που αγνοούν τον κίνδυνο
Και επιμένουν να περπατούν εμπρός.
Γυμνοί θεοί που σας περιγελούν,
Παγκόσμιοι καλλιτέχνες
Γυρεύουν το καινούργιο,
Πρόθυμοι να κόψουν τις βαρετές σας γλώσσες
Για να τις φάνε συνοδεία στο κρασί που πίνουν
Υπέρ της επανάστασης που σκίζει,
Λιώνει,
Ποδοπατά,
Θάβει,
Προσπερνά,
Συνθλίβει
Και γαμάει με βία το θλιβερό εγώ σας.
***
Childish incomprehensible curved tongue,
Expression of huge eyes before the slaughter moment.
Sacrifice.
Rosy tongue ripping off while hysterically crying out
Blood covered sentences of love, poetry,
Incapable of uttering any proper voice,
Sucking words from the gullet,
Swiftly making a thorny fairy tale
To easily bump you off.
Go ahead, go!
Miserable, uninstructed audience,
Such is my hate for you I would kill you one by one,
Clenching my royal crown around your greasy throat,
To gain some breaths
In favour of the damned who defy danger
And insist on walking ahead.
Naked gods mocking you,
Worldwide artists
Looking for the new thing,
Willing to cut off your boring tongues
To eat them paired with their drinking wine
In the name of the revolution that tears apart,
Mashes,
Tramples down,
Buries,
Overtakes,
Crushes
And violently fucks your pathetic ego.
|
||||
4. |
||||
Συνήθιζαν έξω της οικίας μου να περνούν,
Φανταστικά παιχνίδια παίζοντας,
Χωρίς ποτέ να θορυβούν,
Θολά παιδάκια πτώματα.
Ακίνητα,
Aμίλητα,
Aγέλαστα
Και φορτωμένα όνειρα στις τρυφερές πλατούλες,
Φτερούγιζαν ασθμαίνοντας
Τη σκονισμένη άπνοια της μέρας.
Βήματα αργά,
Ψιθυριστά,
Χωρίς βιασύνη,
Ακολουθούσαν πάντοτε την ίδια διαδρομή,
Μονότονη,
Ιδρωμένη,
Εθιμοτυπική.
Σε μονοπάτια κυπαρισσίων μνημάτων,
Μικρά χεράκια βρόμικα
Λίγες βιολέτες έκοβαν
Τις κεφαλές των αγαλμάτων να στολίσουν
Και σκαραβαίους ξέθαβαν
Τις κουκουβάγιες να ταΐσουν.
Μέχρι που έγερνε στο βάθος απαθής η μέρα
Κι ονειροπόλο βάρος έκλεινε τα παγωμένα βλέφαρα.
Τότε,
Όλα μαζί
Πιασμένα χέρι χέρι
Στις χελιδονοφωλιές τους κρύβονταν
Ώστε γλυκά ν’ αναπαυθούν μέχρι την επομένη.
Κυνηγημένα όνειρα,
Εγκλωβισμένα αιώνια στην παιδική τους ηλικία,
Υπάκουα όνειρα,
Υποταγμένα σε κανόνες ενήλικων νεκρών,
Αναγκασμένα εσαεί να παίζουν
Ανώδυνα παιχνίδια,
Χωρίς ποτέ να θορυβούν,
Άδεια πουλάκια πτώματα.
***
They used to pass by my house
Playing imaginary games,
Without ever being noisy,
Blurry little children corpses.
Motionless,
Silent,
Smileless
And laden with dreams on their tender little backs,
They fluttered gasping
the dusty stillness of the day.
Steps slow,
Whispering,
Without any hurry,
Following always the same route,
Monotonous,
Sweaty,
Ceremonial.
In paths of cypress tombs,
Small dirty hands
Used to pick some violets
To have the statue heads decorated
And used to dig out scarabs
To get the owls fed.
Until the day would set in the background in apathy
And a daydreaming weight would shut the ice-cold eyelids.
Then,
All together
Hand in hand
They would hide in their swallow nests
To rest sweetly until the next day.
Hunted dreams,
Caged eternally in their childhood,
Obedient dreams,
Subject to rules of adult dead people,
Forced to play forever and ever
Harmless games,
Without ever being noisy,
Empty little birds corpses.
|
||||
5. |
Τρέλα (Madness)
04:31
|
|||
Παρομοιάζουν την τρέλα
Mε συνεχές βούισμα από φωνές εντόμων,
Εντόμων τρόμων, τρυπούν με ακρίβεια φρικτή
Το κεφάλι του ανίδεου ασθενή.
Άυπνος τρόμος, μεγαλομανής,
Αθυρόστομος και παρασιτικός,
Εύκολα ευδοκιμεί στο μυαλό ενός παιδιού,
Ενός ονειροπόλου κοριτσιού.
Ανυπάκουες, ενοχλητικές
Και βλαβερές φωνές.
Τεντώνουν τις κεραίες τους,
Υπόγεια ακουμπούν
Τον χνουδωτό λαβύρινθο
Της πειραγμένης ακοής.
Σκαλίζουν το μυαλό της,
Τρύπες φτιάχνουν,
Κρύβονται, γεννούν
Τα πτερωτά μωρά τους.
Ανυπάκουες, ενοχλητικές
Και βλαβερές φωνές.
Αναστενάζουν συμβουλές,
Κανόνες ψιθυρίζουν,
Διατάζουν συμπεριφορές
Για να τη νουθετήσουν.
Καλλιεργούν τους φόβους της,
Μιμούνται τη φωνή της,
Κράζουν γελώντας δυνατά
Να την τρομοκρατήσουν.
Ανυπάκουες, ενοχλητικές
Και βλαβερές φωνές.
Το άτυχο κορίτσι απλά κοιτούσε κάποια
Αποδημητικά πουλιά να πέφτουν
Μέσα στο παράθυρο, κομμάτι ουρανού
Χαζεύοντας την άνοιξη μια χλιαρή ημέρα.
Ανυποψίαστο κορίτσι,
Εαρινές φωνές σατανικών εντόμων
Μέσα στο ροζ αυτάκι του
Βρήκαν θαλπωρή.
Ανυπάκουες, ενοχλητικές
Και βλαβερές φωνές.
***
They compare madness
To the constant buzzing of insects’ voices,
Of insects horrors, piercing with hideous precision
The head of the unaware patient.
Sleepless horror, megalomaniac,
Coarse and parasitic,
It easily thrives in the mind of a child,
Of a daydreaming girl.
Disobedient, annoying
And noxious voices.
They stretch out their feelers,
They sneakily touch
The fuzzy labyrinth
Of the disturbed hearing.
They dig into her mind,
Make holes,
Hide, give birth
To their winged babies.
Disobedient, annoying
And noxious voices.
They sigh advice,
Whisper rules,
Order behaviours
To admonish her.
They nurture her fears,
Imitate her voice,
Yell laughing out loud
To terrify her.
Disobedient, annoying
And noxious voices.
The unfortunate girl was just looking at some
Migratory birds falling
Through the window, a piece of the sky
Gazing in spring on a lukewarm day.
Unsuspecting girl,
Vernal voices of evil insects
Inside her pink little ear
finding comfort.
Disobedient, annoying
And noxious voices.
|
||||
6. |
||||
Θαυμάσια που είσαι όταν χορεύεις,
Ομφάλια μητέρα μου,
Εικόνα θροΐζουσα,
Βελούδινη οπτανσία,
Καθώς λικνίζεις με περισσή δεξιοτεχνία
Τα φεγγαρόλουστα οπίσθια
Στα σκοτεινά καταστρώματα των πλοίων
Και στις βεράντες των εραστών κατοικιδίων.
Μονάχα εσύ καλά γνωρίζεις
Πώς να με κρύβεις στοργικά
Κάτω και μέσα στα σαρκόρουχά σου,
Όταν οι φόβοι έρχονται να με πάρουν,
Καθώς χορεύεις με καλύπτεις.
Αιθέρια
Tρυφερή
Mητέρα μου,
Eσύ!
Ο πιο φρικτός ονειροδαίμονάς μου,
Πόσο θαυμάσιος εφιάλτης γίνεσαι όταν χορεύεις
Και εκκρεμείς αμφίβολη,
Απειλητική,
Σαν καυλωμένο πέος που εισχωρεί αυτάρεσκα,
Bιάζοντας το μαγεμένο πλήθος.
Σπάνια φεγγαρόπετρα,
Νικήτρια μητέρα μου,
Πόσο πολύ επιθυμούσα να σου μοιάσω,
Μία μόνο χορευτική σου φιγούρα ν’ αντιγράψω,
Με μοβ ανεξίτηλο μελάνι
Επάνω στη χαλασμένη ποίηση που γράφω
Λόγια θριάμβου να ξεράσω.
***
How marvellous you are when you dance,
My umbilical mother,
A rustling image,
A velvet vision,
As you rock with extreme virtuosity
The moonlit behind
On the dark decks of ships
And the verandas of pets lovers.
Only you know well
How to hide me fondly
Under and inside your fleshclothes,
When fears come to take me,
As you keep dancing you cover me.
My ethereal
Gentle
Mother,
You!
My most horrific dream demon,
What a marvellous nightmare you turn into when you dance
And pend doubtful,
Threatening,
Like a horny penis penetrating smugly,
Raping the enchanted crowd.
A rare moonstone,
My victorious mother,
How strongly I desired to become like you,
A single dance move of yours to copy,
With purple indelible ink
Upon the spoiled poetry I write
Words of triumph to puke.
|
||||
7. |
Θόρυβος (Noise)
05:06
|
|||
Μελαγχολίας εμβατήριο συνθέτω
Για τους πρόωρα πεθαμένους,
Φαντασιόπληκτους και οργισμένους,
Εγωπαθείς, κιτρινισμένους ήρωες
Της θλιβερής ευσυγκίνητης εποχής
Που αναγκάζομαι μαζί τους
Κι εγώ να ζήσω.
Να αντέξω τον σιχαμένο θόρυβο που κάνουν
Όταν στοχεύουν το μυαλό μου και τρυπάνε.
Δυσκίνητα ανδρείκελα που ρητορεύουν
Τον θόρυβο δηλητήριο
Με χέρια ύπουλα γραπώνουν
Όλες τις έγχρωμες διαφορετικές ιδέες,
Ξύνουν τις λεπτομέρειες
Με τα αριστοκρατικά τους νύχια,
Απλώνουν και μολύνουν
Τη λίγη φαντασία που στωικά προσμένει
Στα νυχτερινά τετράδια ποιημάτων
Των απανταχού επαρχιακών δασκάλων,
Στις πολύχρωμες ζωγραφικές των απανταχού μοναχικών παιδιών
Στα τετράδια των απανταχού παιδικών εκθέσεων
Της Έκτης Δημοτικού
Γιατί...
Γιατί σημαίνει πως του χρόνου στο γυμνάσιο θα πάνε!
Θόρυβος επίπεδος
Απλώνεται, μολύνει
Τη λίγη φαντασία που στωικά προσμένει.
Θόρυβος άτονος
Απλώνεται, μολύνει
Τη λίγη φαντασία που στωικά πεθαίνει.
***
I’m composing a melancholy march
For the prematurely dead,
Airy-fairy and raging,
Self-absorbed, yellowed heroes
Of the depressing over-emotional era
I am forced along with them
Also to experience.
To stand the stinking noise they make
When they aim at my mind and pierce.
Cumbersome figureheads who orate
The noise poison,
With cunning hands grabbing
All the coloured different ideas,
Scratch the details
With their aristocratic nails,
Spread and infect
The little imagination stoically awaiting
In the nightly poem notebooks
Of the provincial teachers far and wide,
On the colourful drawings of the lonely children far and wide
In the notebooks of the children’s composition writings far and wide
Of the Sixth Grade in elementary school
Because...
Because that means next year they will go to the secondary school!
A noise being flat,
Spreading, infecting
The little imagination stoically awaiting.
A noise being toneless,
Spreading, infecting
The little imagination stoically dying.
|
||||
8. |
||||
Eίναι το φάντασμα κακοφτιαγμένης μαριονέτας
Άτυχο μέλος μηχανοκίνητης παράστασης
Με τρυφερές, πλην κοφτερές ονειροκατασκευές,
Με βέβηλες μουσικοκραυγές από κηδείες ελεφάντων.
Η παρουσία των τελευταίων ηρώων.
Χειροκροτήστε δυνατά τα ανάπηρα ποντίκια,
Τα παρ ν’ ολίγο θύματα τροχαίων ατυχημάτων
Έχουν εκπαιδευτεί
Τους δύσκολους ρόλους πανικού και θάρρους
Να φωτίσουν!
Δυστυχώς,
Η παράσταση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ
Γιατί στα παρασκήνια η πρωταγωνίστρια μαριονέτα,
Όπως με μικροσκοπικά, χωρίς πολύ μελάνι, γράμματα
Έγραψαν οι φυλλάδες της τότε εποχής,
Κακοποιήθηκε με βαναυσότητα από τον συμβατικό,
Αδαή πατέρα,
Δάσκαλο, εραστή και φίλο.
Ή, εν κατακλείδι, από όποιον είχε έστω και λίγη εξουσία.
Το αποτέλεσμα κινητική δυσλειτουργία
Των εγκεφαλικών βιδισματόμορφων κυττάρων
Ενός εύπλαστου και συνάμα παιδικού,
Πολύχρωμου ευφάνταστου μυαλού.
Από τούδε και στο εξής ζούμε ένα δράμα,
Που ήρθε, νομίζουμε, η τέλεια ώρα να καταγγείλουμε
Με γοερή φωνή
Από το βάθος της σκοτεινής ψυχής μας.
Έχει ως θέμα την ιστορία της βιασμένης αδερφής μας.
Κάθε φορά που κάτι της οργίζει την ψυχή,
Ανοίγει βιαστικά τις σκουριασμένες της φτερούγες
Και μας απειλεί
Πως θα πετάξει μακριά
Προς άγνωστη κατεύθυνση,
Δεν θα γυρίσει πίσω ποτέ ξανά.
Τάχα τεντώνει τα γερασμένα ποδαράκια της
Και γρατζουνάει τα σύννεφα με θυμωμένα νύχια.
Προσποιείται πως γεμίζει
Mε καινούριο αέρα τους μηχανοκίνητους πνεύμονές της
Και πως κουρδίζει με νέες ιδέες το μεταλλικό μυαλό της
Προς μια φανταστική κατεύθυνση.
Επιμένει κιόλας πως είναι ικανή να στρίψει έγκαιρα
Χαμηλά του θαλασσίου χώρου
Και λίγο πιο ψηλά των άγριων κυμάτων.
Εκεί, στη μέση του ορίζοντα,
Ελπίζει
Αγγελική να γίνει.
***
It is the ghost of a poorly constructed puppet,
Unfortunate member of a motorised performance
With tender, yet sharp dream constructions,
With sacrilegious music screams featured in elephants funerals.
The presence of the last heroes.
Clap loudly for the crippled mice,
The near-victims of car accidents
Have been trained
The difficult roles of panic and courage
To light up!
Unfortunately,
The performance was never realised
Because, backstage, the protagonist puppet,
As printed with tiny ink-deprived lettering
In the rags of those days,
Was brutally abused by the conventional,
Ignorant father,
Teacher, lover and friend.
Or, in conclusion, by anyone having even the slightest
authority.
The result being mobility malfunction
Of the brain screw-shaped cells
Of a malleable as well as childish,
Colourful imaginative mind.
Henceforward we are suffering a tragic drama,
Which now has come, we think, the perfect moment to denounce
With plangent voice
From the depths of our dark soul.
Its subject is the story of our raped sister.
Every time something enrages her soul,
She spreads hastily her rusted wings
And threatens us
She will fly away
To an unknown direction,
Never to come back again.
She supposedly stretches her aged little legs
And scratches the clouds with angry finger nails.
She pretends that she fills
With fresh air her motorised lungs
And that she winds with new ideas her metal mind
To an imaginary direction.
She even insists she is capable of turning on time
Lower than the sea space
And a bit higher than the wild waves.
There, in the middle of the horizon,
She hopes
Angelic to become.
|
Mechanimal Athens, Greece
Mechanimal is a modular band from Athens (GR), an industrial project in progress, a unique collective of musicians and video artists, recording in various permutations and staying true to the original roots of post-punk melancholy.
Streaming and Download help
If you like Mechanimal, you may also like:
Bandcamp Daily your guide to the world of Bandcamp